- ὄμφακας
- ὄμφαξunripe grapefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
όμφαξ — ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, ακος, ἡ και σπαν. ὁ) παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν» (από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι αυτό δεν τα επιχειρεί μσν. αρχ. άγουρη ρώγα ή… … Dictionary of Greek